ραπόρτο

ραπόρτο
το
(λ. ιταλ.), αναφορά, υπόμνημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραπόρτο — και ρεπόρτο, το Ν γραπτή ή προφορική έκθεση ή αναφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rapporto «αναφορά» (< λατ. reporto «επαναφέρω, αναγγέλλω»)] …   Dictionary of Greek

  • ρεπόρτο — το, Ν βλ. ραπόρτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”